ταλάφρων
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, = ταλασίφρων, Il.13.300, Opp.H.3.40.
German (Pape)
[Seite 1065] ὁ, ἡ, verkürzte Form statt ταλασίφρων, Il. 13, 300, πολεμιστής.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
à l'âme courageuse.
Étymologie: τλάω, φρήν.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλάφρων: 2, gen. ονος Hom. = ταλασίφρων.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλάφρων: ὁ, ἡ, συντετμημένον ἀντὶ ταλασίφρων, Ἰλ. Ν. 30?, Ὀππ. Ἁλ. 3. 40.
English (Autenrieth)
= ταλασίφρων, Il. 13.300†.
Greek Monolingual
και ταλαίφρων και ταλασίφρων, -ονος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που μπορεί να υπομείνει πολλές ταλαιπωρίες, που αντέχει στις δυσκολίες, καρτερικός
2. στον τ. ταλασίφρων, συν. ως προσωνυμία του Οδυσσέως) καρτερόψυχος («ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα- (βλ. λ. τάλας) + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλόφρων. Πρόκειται πιθ. για κτητικό συνθ. σχηματισμένο από συμφυρμό του τ. ταλαπενθής με τα σύνθ. σε -φρων (πρβλ. έχέφρων). Η λ. απαντά και με τις μορφές ταλασίφρων (κατά τα σύνθ. με α' συνθετικό σε -σι, πρβλ. παυσίπονος) και ταλαίφρων (για τη μορφή ταλαι- βλ. και λ. ταλαίπωρος)].
Greek Monotonic
τᾰλάφρων: ὁ, ἡ, συντετμ. αντί ταλασί-φρων, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
τᾰλά-φρων, ονος, ὁ, ἡ, [shortd. for ταλασίφρων, Il.]