τριβάδα: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[τριβάς]], -[[άδος]], ΝΜΑ<br />[[γυναίκα]] ομοφυλόφιλη, λεσβία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τριβ</i>- του [[τρίβω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>στιβ</i>-<i>άδα</i>)].
|mltxt=η / [[τριβάς]], -[[άδος]], ΝΜΑ<br />[[γυναίκα]] ομοφυλόφιλη, λεσβία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τριβ</i>- του [[τρίβω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]] ([[πρβλ]]. [[στιβάδα]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 11 May 2023

Greek Monolingual

η / τριβάς, -άδος, ΝΜΑ
γυναίκα ομοφυλόφιλη, λεσβία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριβ- του τρίβω + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. στιβάδα)].