τριαντάρης: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι → those living in an oligarchy or a tyranny

Source
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. τριαντάρα, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[τριάντα]] ετών<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>η τριαντάρα</i><br />[[μηχανή]] δύναμης [[τριάντα]] ίππων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριάντα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εικοσ</i>-<i>άρης</i>)].
|mltxt=ο, θηλ. τριαντάρα, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[τριάντα]] ετών<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>η τριαντάρα</i><br />[[μηχανή]] δύναμης [[τριάντα]] ίππων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριάντα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρης</i> ([[πρβλ]]. [[εικοσάρης]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:40, 11 May 2023

Greek Monolingual

ο, θηλ. τριαντάρα, Ν
1. αυτός που έχει ηλικία τριάντα ετών
2. το θηλ. η τριαντάρα
μηχανή δύναμης τριάντα ίππων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάντα + κατάλ. -άρης (πρβλ. εικοσάρης)].