υψίκλωνος: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑψίκλωνος]], -ον, ΝΜ<br />(για [[δέντρο]]) αυτός που έχει ψηλούς κλώνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[κλῶνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κλωνος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑψίκλωνος]], -ον, ΝΜ<br />(για [[δέντρο]]) αυτός που έχει ψηλούς κλώνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[κλῶνος]] ([[πρβλ]]. [[πολύκλωνος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 11 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑψίκλωνος, -ον, ΝΜ
(για δέντρο) αυτός που έχει ψηλούς κλώνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κλῶνος (πρβλ. πολύκλωνος)].