υψίκλωνος

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑψίκλωνος, -ον, ΝΜ
(για δέντρο) αυτός που έχει ψηλούς κλώνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κλῶνος (πρβλ. πολύκλωνος)].