θρομβίνη: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>χημ.</b> ένζυμο που συντελεί στη μετατοοπή του ινωδογόνου σε ινώδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>thrombin</i> <span style="color: red;"><</span> <i>thromb</i>- ([[πρβλ]]. <i>θρόμβ</i>-<i>ος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>in</i>].
|mltxt=η<br /><b>χημ.</b> ένζυμο που συντελεί στη μετατοοπή του ινωδογόνου σε ινώδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>thrombin</i> <span style="color: red;"><</span> <i>thromb</i>- ([[πρβλ]]. [[θρόμβος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>in</i>].
}}
}}

Latest revision as of 06:50, 13 May 2023

Greek Monolingual

η
χημ. ένζυμο που συντελεί στη μετατοοπή του ινωδογόνου σε ινώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombin < thromb- (πρβλ. θρόμβος) + -in].