κυλλᾶστις: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyllastis
|Transliteration C=kyllastis
|Beta Code=kulla=stis
|Beta Code=kulla=stis
|Definition=ιος, Ion. and later Gr. (cf. <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>46.15</span>, <span class="bibl">53.15</span> (ii B.C.)) -ῆστις, ιος, ὁ, [[Egyptian bread made from]] [[ὄλυρα]], <span class="bibl">Hdt.2.77</span>, <span class="bibl">Hecat. 323</span> (b) J., <span class="bibl">Phanod.5</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>257</span>, prob. in <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1742.1</span> (iv A.D.).
|Definition=ιος, Ion. and later Gr. (cf. ''UPZ''46.15, 53.15 (ii B.C.)) -ῆστις, ιος, ὁ, [[Egyptian bread made from]] [[ὄλυρα]], Hdt.2.77, Hecat. 323 (b) J., Phanod.5, Ar.''Fr.''257, prob. in ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1742.1 (iv A.D.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κυλλᾱστις και [[κύλλαστις]] και ιων. τ. κυλλῆστις, -ιος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] αιγυπτιακού ψωμιού που παρασκευαζόταν από το [[είδος]] κριθής όλυρα («ἀρτοφαγέουσι δέ ἐκ τῶν ὐλυρέων ποιεῡντες ἄρτους, τοὺς ἐκεῖνοι κυλλῆστις ὀνομάζουσι», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αιγυπτ. <i>klšt</i> ή <i>kršt</i>].
|mltxt=κυλλᾱστις και [[κύλλαστις]] και ιων. τ. κυλλῆστις, -ιος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] αιγυπτιακού ψωμιού που παρασκευαζόταν από το [[είδος]] κριθής όλυρα («ἀρτοφαγέουσι δέ ἐκ τῶν ὐλυρέων ποιεῡντες ἄρτους, τοὺς ἐκεῖνοι κυλλῆστις ὀνομάζουσι», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αιγυπτ. <i>klšt</i> ή <i>kršt</i>].
}}
}}

Revision as of 16:06, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυλλᾶστις Medium diacritics: κυλλᾶστις Low diacritics: κυλλάστις Capitals: ΚΥΛΛΑΣΤΙΣ
Transliteration A: kyllâstis Transliteration B: kyllastis Transliteration C: kyllastis Beta Code: kulla=stis

English (LSJ)

ιος, Ion. and later Gr. (cf. UPZ46.15, 53.15 (ii B.C.)) -ῆστις, ιος, ὁ, Egyptian bread made from ὄλυρα, Hdt.2.77, Hecat. 323 (b) J., Phanod.5, Ar.Fr.257, prob. in POxy.1742.1 (iv A.D.).

Greek Monolingual

κυλλᾱστις και κύλλαστις και ιων. τ. κυλλῆστις, -ιος, ὁ (Α)
είδος αιγυπτιακού ψωμιού που παρασκευαζόταν από το είδος κριθής όλυρα («ἀρτοφαγέουσι δέ ἐκ τῶν ὐλυρέων ποιεῡντες ἄρτους, τοὺς ἐκεῖνοι κυλλῆστις ὀνομάζουσι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτ. klšt ή kršt].