κορυμβόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=korymvoomai
|Transliteration C=korymvoomai
|Beta Code=korumbo/omai
|Beta Code=korumbo/omai
|Definition=Pass., to [[be formed into a]] κόρυμβος, κόμη χρυσῷ στρόφῳ κεκορυμβωμένη <span class="bibl">Nic.Dam. 62</span> J.
|Definition=Pass., to [[be formed into a]] κόρυμβος, κόμη χρυσῷ στρόφῳ κεκορυμβωμένη Nic.Dam. 62 J.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κορυμβόομαι''': Παθ., ἐπὶ τῆς [[κόμης]], σχηματίζομαι εἰς κόρυμβον, «κόμην τρέφων χρυσῷ στρόφῳ κεκορυμβωμένην» Νικ. Δαμασκ. παρὰ Σουΐδ.
|lstext='''κορυμβόομαι''': Παθ., ἐπὶ τῆς [[κόμης]], σχηματίζομαι εἰς κόρυμβον, «κόμην τρέφων χρυσῷ στρόφῳ κεκορυμβωμένην» Νικ. Δαμασκ. παρὰ Σουΐδ.
}}
}}

Revision as of 11:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυμβόομαι Medium diacritics: κορυμβόομαι Low diacritics: κορυμβόομαι Capitals: ΚΟΡΥΜΒΟΟΜΑΙ
Transliteration A: korymbóomai Transliteration B: korymboomai Transliteration C: korymvoomai Beta Code: korumbo/omai

English (LSJ)

Pass., to be formed into a κόρυμβος, κόμη χρυσῷ στρόφῳ κεκορυμβωμένη Nic.Dam. 62 J.

Greek (Liddell-Scott)

κορυμβόομαι: Παθ., ἐπὶ τῆς κόμης, σχηματίζομαι εἰς κόρυμβον, «κόμην τρέφων χρυσῷ στρόφῳ κεκορυμβωμένην» Νικ. Δαμασκ. παρὰ Σουΐδ.