αποζεύω: Difference between revisions
From LSJ
καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει → time and tide wait for no man
(5) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Μ ἀποζεύω<br />Α [[ἀποζεύγνυμι]] κ. | |mltxt=(Μ [[ἀποζεύω]]<br />Α [[ἀποζεύγνυμι]] κ. [[ἀποζευγνύω]])<br />[[ξεζεύω]], [[λύνω]] τα βόδια από τον [[ζυγό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαχωρίζω]]<br /><b>2.</b> (-μαι)<br />αποχωρίζομαι, απαλλάσσομαι από κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀπεζύγην [[πόδα]](ς)» — σταμάτησα να [[περπατώ]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:22, 17 December 2023
Greek Monolingual
(Μ ἀποζεύω
Α ἀποζεύγνυμι κ. ἀποζευγνύω)
ξεζεύω, λύνω τα βόδια από τον ζυγό
αρχ.
1. διαχωρίζω
2. (-μαι)
αποχωρίζομαι, απαλλάσσομαι από κάποιον ή κάτι
3. φρ. «ἀπεζύγην πόδα(ς)» — σταμάτησα να περπατώ.