ξεζεύω

From LSJ

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source

Greek Monolingual

(Μ ξεζεύω)
βγάζω τον ζυγό, ελευθερώνω υποζύγιο από τον ζυγό («ξέζεψε τα βόδια από το αλέτρι»)
μσν.
(για συζύγους) διαλύω τον γάμο, χωρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + ζεύ(γ)ω].