ξεζεύω

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

(Μ ξεζεύω)
βγάζω τον ζυγό, ελευθερώνω υποζύγιο από τον ζυγό («ξέζεψε τα βόδια από το αλέτρι»)
μσν.
(για συζύγους) διαλύω τον γάμο, χωρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + ζεύ(γ)ω].