λοίσθων: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λοίσθων]], -ωνος, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λοίσθωνας]]<br />τοὺς ἀκρατεῖς περὶ τὰ ἀφροδίσια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. παρ. του <i>λοῑσθος</i> (I)].
|mltxt=[[λοίσθων]], -ωνος, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λοίσθωνας]]<br />τοὺς ἀκρατεῖς περὶ τὰ ἀφροδίσια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. παρ. του <i>λοῖσθος</i> (I)].
}}
}}

Latest revision as of 14:42, 6 February 2024

Greek (Liddell-Scott)

λοίσθων: -ωνος, ὁ, ὁ ἀκρατὴς περὶ τὰ ἀφροδίσια, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λοίσθων, -ωνος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λοίσθωνας
τοὺς ἀκρατεῖς περὶ τὰ ἀφροδίσια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ. του λοῖσθος (I)].