dislocación: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[διασπασμός]], [[ἐκβολή]], [[ἔκπτωσις]], [[διαστροφή]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐκπάλησις]], [[ἀνάθλασις]], [[διάστρεμμα]], [[ἔκκλισις]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔκπτωμα]], [[διακίνημα]], [[ | |sltx=[[διασπασμός]], [[ἐκβολή]], [[ἔκπτωσις]], [[διαστροφή]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐκπάλησις]], [[ἀνάθλασις]], [[διάστρεμμα]], [[ἔκκλισις]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔκπτωμα]], [[διακίνημα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[ἐξηρθρηκός]], [[διαφορά]], [[ἔξαρθρος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 13 February 2024
Spanish > Greek
διασπασμός, ἐκβολή, ἔκπτωσις, διαστροφή, ἐξάρθρημα, ἐκπάλησις, ἀνάθλασις, διάστρεμμα, ἔκκλισις, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις, ἐξάρθρησις, ἔκπτωμα, διακίνημα, τὸ ἐξηρθρηκός, ἐξηρθρηκός, διαφορά, ἔξαρθρος