οροβίτης: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀροβίτης]], ὁ, θηλ. ὀροβῖτις (Α)<br /><b>1.</b> [[λίθος]] όμοιος ή [[ισομεγέθης]] με κόκκο ορόβου<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> [[είδος]] παρασκευασμένης χρυσόκολλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄροβος]] «[[είδος]] φυτού» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[δαφνίτης]])].
|mltxt=[[ὀροβίτης]], ὁ, θηλ. [[ὀροβῖτις]] (Α)<br /><b>1.</b> [[λίθος]] όμοιος ή [[ισομεγέθης]] με κόκκο ορόβου<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> [[είδος]] παρασκευασμένης χρυσόκολλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄροβος]] «[[είδος]] φυτού» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[δαφνίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:53, 17 February 2024

Greek Monolingual

ὀροβίτης, ὁ, θηλ. ὀροβῖτις (Α)
1. λίθος όμοιος ή ισομεγέθης με κόκκο ορόβου
2. το θηλ. είδος παρασκευασμένης χρυσόκολλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα -ίτης (πρβλ. δαφνίτης)].