ασπιδοφέρμων: Difference between revisions

From LSJ

Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl

Menander, Monostichoi, 105
(6)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσπιδοφέρμων]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει και τρέφεται [[ανάμεσα]] σε ασπίδες, ο [[πολεμικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ασπίς]] (-[[ίδος]]) <span style="color: red;">+</span> [[φέρβω]].
|mltxt=[[ἀσπιδοφέρμων]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει και τρέφεται [[ανάμεσα]] σε ασπίδες, ο [[πολεμικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ασπίς]] (-ίδος) <span style="color: red;">+</span> [[φέρβω]].
}}
}}

Latest revision as of 14:08, 1 March 2024

Greek Monolingual

ἀσπιδοφέρμων, -ον (Α)
αυτός που ζει και τρέφεται ανάμεσα σε ασπίδες, ο πολεμικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + φέρβω.