3,274,216
edits
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[κλειτορίς]], - | |mltxt=η (Α [[κλειτορίς]], -ίδος)<br /><b>ανατ.</b> μικρό στυτικό όργανο που βρίσκεται στο άνω [[μέρος]] του γυναικείου αιδοίου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται, σύμφωνα με την επικρατέστερη [[άποψη]], για μεταρρηματικό παρ. του [[κλίνω]] που εμφανίζει την απαθή [[βαθμίδα]] <i>κλει</i>- της ρίζας ([[πρβλ]]. [[κλειτύς]]) και όχι για δάνεια λ., όπως υποστηρίχθηκε παλαιότερα. Σχηματισμένο [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>αλεκτορίς</i>: [[αλέκτωρ]], <i>ακεστορίς</i>: [[ακέστωρ]], προϋποθέτει κάποιο ουσ. <i>κλείτωρ</i> που θα είχε σημ. «[[λόφος]]» και μαρτυρείται ως [[τοπωνύμιο]] <i>Κλείτωρ</i> στην Αρκαδία. Η σημ. του [[κλειτορίς]] [[είναι]], [[επομένως]], «[[εξόγκωμα]], [[λοφίσκος]]». Κατ' άλλους συνδέεται με το [[κλείω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κλειτοριάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλειτοριδικός]]]. | ||
}} | }} |