κλειτορίδα

From LSJ

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source

Greek Monolingual

η (Α κλειτορίς, -ίδος)
ανατ. μικρό στυτικό όργανο που βρίσκεται στο άνω μέρος του γυναικείου αιδοίου
αρχ.
ονομασία λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, για μεταρρηματικό παρ. του κλίνω που εμφανίζει την απαθή βαθμίδα κλει- της ρίζας (πρβλ. κλειτύς) και όχι για δάνεια λ., όπως υποστηρίχθηκε παλαιότερα. Σχηματισμένο κατά το σχήμα αλεκτορίς: αλέκτωρ, ακεστορίς: ακέστωρ, προϋποθέτει κάποιο ουσ. κλείτωρ που θα είχε σημ. «λόφος» και μαρτυρείται ως τοπωνύμιο Κλείτωρ στην Αρκαδία. Η σημ. του κλειτορίς είναι, επομένως, «εξόγκωμα, λοφίσκος». Κατ' άλλους συνδέεται με το κλείω.
ΠΑΡ. αρχ. κλειτοριάζω
νεοελλ.
κλειτοριδικός].