μελισσολόι: Difference between revisions
From LSJ
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
mNo edit summary |
m (Text replacement - "ἑσμός, σμᾶνος, σμῆνος, φῦλα μελισσέων;" to "ἑσμός, μελίσσιον, μελίττιον, σμᾶνος, σμῆνος, φῦλα μελισσέων;") |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[beeswarm]]=== | |trtx====[[beeswarm]]=== | ||
Afrikaans: byeswerm; English: [[beeswarm]], [[swarm of bees]]; Dutch: [[imme]], [[bijenzwerm]], [[bijendrom]]; French: [[essaim d'abeilles]]; Greek: [[μελισσολόι]], [[μελισσοσμήνος]], [[μελισσοσμάρι]], [[σμήνος μελισσών]], [[σμάρι μελισσών]], [[μελίσσι]]; Ancient Greek: [[ἄφεσις]], [[ἀφεσμός]], [[ἔθνος μελισσάων]], [[ἑσμός]], [[σμᾶνος]], [[σμῆνος]], [[φῦλα μελισσέων]]; German: [[Bienenschwarm]], [[Imme]]; Spanish: [[enjambre]] | Afrikaans: byeswerm; English: [[beeswarm]], [[swarm of bees]]; Dutch: [[imme]], [[bijenzwerm]], [[bijendrom]]; French: [[essaim d'abeilles]]; Greek: [[μελισσολόι]], [[μελισσοσμήνος]], [[μελισσοσμάρι]], [[σμήνος μελισσών]], [[σμάρι μελισσών]], [[μελίσσι]]; Ancient Greek: [[ἄφεσις]], [[ἀφεσμός]], [[ἔθνος μελισσάων]], [[ἑσμός]], [[μελίσσιον]], [[μελίττιον]], [[σμᾶνος]], [[σμῆνος]], [[φῦλα μελισσέων]]; German: [[Bienenschwarm]], [[Imme]]; Spanish: [[enjambre]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:04, 23 March 2024
Greek Monolingual
το
1. σμήνος μελισσών, σμάρι μελισσών, μελίσσι
2. βόμβος μελισσιού, μελισσοβούισμα («κάτι σα βουητό, σα μελισσόι», Παλαμ.)
3. μτφ. μεγάλο και πυκνό πλήθος ανθρώπων που θορυβούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -λόι].
Translations
beeswarm
Afrikaans: byeswerm; English: beeswarm, swarm of bees; Dutch: imme, bijenzwerm, bijendrom; French: essaim d'abeilles; Greek: μελισσολόι, μελισσοσμήνος, μελισσοσμάρι, σμήνος μελισσών, σμάρι μελισσών, μελίσσι; Ancient Greek: ἄφεσις, ἀφεσμός, ἔθνος μελισσάων, ἑσμός, μελίσσιον, μελίττιον, σμᾶνος, σμῆνος, φῦλα μελισσέων; German: Bienenschwarm, Imme; Spanish: enjambre