πλημμύρα: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418
(33)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και πλημύρα Ν, και [[πλήμμυρα]] Α<br /><b>1.</b> υψηλή υδάτινη [[στάθμη]] [[κατά]] την οποία το [[νερό]] κατακλύζει τα [[φυσικά]] ή τεχνητά αναχώματα μιας [[κατά]] κανόνα άνυδρης χέρσου, όπως [[ένας]] [[ποταμός]] κατακλύζει την [[πεδιάδα]] υπερχείλισής του<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπεραφθονία]], υπερβολικά [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] («[[πλημμύρα]] εντυπώσεων» β. «κακῶν πλήμμυραν», Σέξτ. Εμπ.) || νεοελλ. <b>φρ.</b> «παγετωνική [[πλημμύρα]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[απελευθέρωση]] μεγάλου όγκου νερού [[κατά]] την [[τήξη]] ενός παγετώνα, που κατακλύζει τις περιοχές [[πίσω]] από φράγματα πάγου, σε παραποτάμους ή [[κάτω]] από μάζες πάγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[πληθώρα]], [[συσσώρευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[πλημυρίς]] (<b>βλ. λ.</b> [[πλημμυρίδα]]) με [[επίθημα]] -<i>ja</i>].
|mltxt=[[πλημμύρα]], η, ΝΜΑ, και [[πλημύρα]] Ν, και [[πλήμμυρα]] Α<br /><b>1.</b> υψηλή υδάτινη [[στάθμη]] [[κατά]] την οποία το [[νερό]] κατακλύζει τα [[φυσικά]] ή τεχνητά αναχώματα μιας [[κατά]] κανόνα άνυδρης χέρσου, όπως [[ένας]] [[ποταμός]] κατακλύζει την [[πεδιάδα]] υπερχείλισής του<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπεραφθονία]], υπερβολικά [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] («[[πλημμύρα]] εντυπώσεων» β. «κακῶν πλήμμυραν», Σέξτ. Εμπ.) || νεοελλ. <b>φρ.</b> «παγετωνική [[πλημμύρα]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[απελευθέρωση]] μεγάλου όγκου νερού [[κατά]] την [[τήξη]] ενός παγετώνα, που κατακλύζει τις περιοχές [[πίσω]] από φράγματα πάγου, σε παραποτάμους ή [[κάτω]] από μάζες πάγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[πληθώρα]], [[συσσώρευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[πλημυρίς]] (<b>βλ. λ.</b> [[πλημμυρίδα]]) με [[επίθημα]] -<i>ja</i>].
}}
}}

Latest revision as of 08:28, 21 April 2024

Greek Monolingual

πλημμύρα, η, ΝΜΑ, και πλημύρα Ν, και πλήμμυρα Α
1. υψηλή υδάτινη στάθμη κατά την οποία το νερό κατακλύζει τα φυσικά ή τεχνητά αναχώματα μιας κατά κανόνα άνυδρης χέρσου, όπως ένας ποταμός κατακλύζει την πεδιάδα υπερχείλισής του
2. μτφ. υπεραφθονία, υπερβολικά μεγάλη ποσότηταπλημμύρα εντυπώσεων» β. «κακῶν πλήμμυραν», Σέξτ. Εμπ.)