dronken: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(nlel) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{nlel | {{nlel | ||
|nleltext=[[κάτοινος]], [[πάροινος]] | |nleltext=[[ἀκρατοκώθων]], [[ἀμπέλινος]], [[βεβρεγμένος]], [[διάχριστος]], [[ἔξοινος]], [[ἐξῳνωμένος]], [[κάτοινος]], [[μέθῃ βρεχθείς]], [[μεθυπλήξ]], [[μεθυσθείς]], [[μέθυσος]], [[μεθυστάς]], [[μεθυστής]], [[μεθύων]], [[οἰνοβρεχής]], [[οἰνόληπτος]], [[οἰνοπλήξ]], [[οἰνόφλυξ]], [[οἰνῳθείς]], [[παροινικός]], [[πάροινος]], [[πεπωκώς]], [[ποτός]], [[ὑπερπλησθεὶς μέθῃ]], [[ᾠνωμένος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:34, 13 June 2024
Dutch > Greek
ἀκρατοκώθων, ἀμπέλινος, βεβρεγμένος, διάχριστος, ἔξοινος, ἐξῳνωμένος, κάτοινος, μέθῃ βρεχθείς, μεθυπλήξ, μεθυσθείς, μέθυσος, μεθυστάς, μεθυστής, μεθύων, οἰνοβρεχής, οἰνόληπτος, οἰνοπλήξ, οἰνόφλυξ, οἰνῳθείς, παροινικός, πάροινος, πεπωκώς, ποτός, ὑπερπλησθεὶς μέθῃ, ᾠνωμένος