Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φλεβοτομίη: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
(Created page with "{{pape |ptext=https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1290.png Seite 1290 ἡ, das Oeffnen der Ader, Aderlassen, Arist. H. A. 3, 3 u. Medic. }} {{elru |elrut...")
 
mNo edit summary
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φλεβοτομία:''' ἡ [[рассечение вены]], т. е. [[кровопускание]] Arst.
|elrutext=[[φλεβοτομία]]: ἡ [[рассечение вены]], т. е. [[кровопускание]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φλεβοτομία''': ἡ, ἡ [[τομή]], τὸ [[ἄνοιγμα]] φλεβός, [[ἀφαίρεσις]] αἵματος διὰ τομῆς φλεβός, Γαλην., κλπ.· φλεβοτομίας ποιεῖσθαι Πόλυβος ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 1.
|lstext=[[φλεβοτομία]]: ἡ, ἡ [[τομή]], τὸ [[ἄνοιγμα]] φλεβός, [[ἀφαίρεσις]] αἵματος διὰ τομῆς φλεβός, Γαλην., κλπ.· φλεβοτομίας ποιεῖσθαι Πόλυβος ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 1.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[τομή]] φλέβας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[διατομή]] του τοιχώματος μιας φλέβας για [[εκτέλεση]] αφαιμάξεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλεβοτόμος]]. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>phlebotomie</i>].
|mltxt=[[φλεβοτομία]]: η, ΝΜΑ<br />[[τομή]] φλέβας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[διατομή]] του τοιχώματος μιας φλέβας για [[εκτέλεση]] αφαιμάξεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλεβοτόμος]]. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>phlebotomie</i>].
}}
}}

Revision as of 08:16, 26 September 2024

German (Pape)

[Seite 1290] ἡ, das Oeffnen der Ader, Aderlassen, Arist. H. A. 3, 3 u. Medic.

Russian (Dvoretsky)

φλεβοτομία: ἡ рассечение вены, т. е. кровопускание Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φλεβοτομία: ἡ, ἡ τομή, τὸ ἄνοιγμα φλεβός, ἀφαίρεσις αἵματος διὰ τομῆς φλεβός, Γαλην., κλπ.· φλεβοτομίας ποιεῖσθαι Πόλυβος ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 1.

Greek Monolingual

φλεβοτομία: η, ΝΜΑ
τομή φλέβας
νεοελλ.
ιατρ. διατομή του τοιχώματος μιας φλέβας για εκτέλεση αφαιμάξεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλεβοτόμος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. phlebotomie].