for ever: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{WoodhouseExtra
{{WoodhouseExtra
|woodxtr=[[εἰς πάντα χρόνον]], [[εἰς ἀΐδιον]], [[εἰσαεί]], [[εἰς τὸ πᾶν χρόνου]], [[ἀεί]], [[αἰέν]], [[ἐσαεί]], [[δι' αἰῶνος]], [[τὸν δι' αἰῶνος χρόνον]], [[διὰ τέλους]], [[εἰς τὸ διηνεκές]], [[διηνεκέως]], [[αἰωνίως]], [[αἰανῶς]], [[ἀτελευτήτως]]
|woodxtr=[[εἰς πάντα χρόνον]], [[εἰς ἀΐδιον]], [[ἐς ἀΐδιον]], [[εἰσαεί]], [[εἰς τὸ πᾶν χρόνου]], [[ἀεί]], [[αἰέν]], [[ἐσαεί]], [[δι' αἰῶνος]], [[τὸν δι' αἰῶνος χρόνον]], [[διὰ τέλους]], [[εἰς τὸ διηνεκές]], [[διηνεκέως]], [[αἰωνίως]], [[αἰανῶς]], [[ἀτελευτήτως]]
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 11:35, 14 November 2024

English > Greek (Woodhouse Extra)

εἰς πάντα χρόνον, εἰς ἀΐδιον, ἐς ἀΐδιον, εἰσαεί, εἰς τὸ πᾶν χρόνου, ἀεί, αἰέν, ἐσαεί, δι' αἰῶνος, τὸν δι' αἰῶνος χρόνον, διὰ τέλους, εἰς τὸ διηνεκές, διηνεκέως, αἰωνίως, αἰανῶς, ἀτελευτήτως

Translations

eternally

Catalan: eternament; Chukchi: таӈӄонпыӈ; Finnish: ikuisesti; French: éternellement; Galician: eternamente; German: ewig; Greek: αιώνια, αιωνίως, εσαεί, για πάντα, παντοτινά; Ancient Greek: ἀγενήτως, ἀεί, ἀενάως, ἀθανάτως, αἰανῶς, ἀϊδίως, αἰέν, αἰωνίως, ἀκαταλύτως, ἀκαταπαύστως, ἀπαύστως, ἀτελευτήτως, ἀφθάρτως, ἀφθίτως, δι' αἰῶνος, διαιωνίως, εἰς ἀΐδιον, εἰς πάντα χρόνον, εἰς τὸ πᾶν χρόνου, εἰσαεί, ἐσαεί, τὸν δι' αἰῶνος χρόνον; Hindi: सदैव; Icelandic: eilíflega; Italian: eternamente; Japanese: 永遠に, 永久に; Latin: aeterno; Navajo: hoolʼáágóó; Norman: êtèrnellement; Plautdietsch: eewichlich; Polish: wiecznie; Portuguese: eternamente; Russian: вечно; Sanskrit: सर्वकालम्; Spanish: eternamente; Turkish: ebediyen, ilelebet, sonsuza dek; Ukrainian: ві́чно