ἀρπεδής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan

Menander, Monostichoi, 415
(c2)
 
(6_7)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0359.png Seite 359]] ές ([[πέδον]] – ἀρι?), Nic. Th. 420, flach, [[κάρη]], Schol. ἐπίπλατον καὶ ὁμαλόν. Davon
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0359.png Seite 359]] ές ([[πέδον]] – ἀρι?), Nic. Th. 420, flach, [[κάρη]], Schol. ἐπίπλατον καὶ ὁμαλόν. Davon
}}
{{ls
|lstext='''ἀρπεδής''': -ές, Νικ. Θ. 420· καὶ ἀρπεδόεις, εσσα, εν, Ἐτυμολ. Μ., 148, 8 ([[ἔνθα]] ἡ [[ἑρμηνεία]] τῆς λέξεως φαίνεται [[λίαν]] συγκεχυμένη), [[ἐπίπεδος]], [[ὁμαλός]] ([[ἴσως]] ἀντὶ ἀριπεδής): ἀ(ρ)πεδίζειν· «ὁμαλίζειν» Ἡσύχ., ἴδε [[ἀπεδίζω]].
}}
}}

Revision as of 10:12, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 359] ές (πέδον – ἀρι?), Nic. Th. 420, flach, κάρη, Schol. ἐπίπλατον καὶ ὁμαλόν. Davon

Greek (Liddell-Scott)

ἀρπεδής: -ές, Νικ. Θ. 420· καὶ ἀρπεδόεις, εσσα, εν, Ἐτυμολ. Μ., 148, 8 (ἔνθαἑρμηνεία τῆς λέξεως φαίνεται λίαν συγκεχυμένη), ἐπίπεδος, ὁμαλός (ἴσως ἀντὶ ἀριπεδής): ἀ(ρ)πεδίζειν· «ὁμαλίζειν» Ἡσύχ., ἴδε ἀπεδίζω.