σκάνδαλον: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
(13_3)
 
(6_21)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0889.png Seite 889]] τό, spätere Form für [[σκανδάληθρον]], 1) bes. ein dem Feinde gelegter Fallstrick, vgl. Schol. Il. 2, 67. – 2) Anstoß, Aergerniß, Skandal, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0889.png Seite 889]] τό, spätere Form für [[σκανδάληθρον]], 1) bes. ein dem Feinde gelegter Fallstrick, vgl. Schol. Il. 2, 67. – 2) Anstoß, Aergerniß, Skandal, N. T.
}}
{{ls
|lstext='''σκάνδᾰλον''': τό, (ἴδε [[σκανδάληθρον]]), παγὶς ἢ [[βρόχος]] στηθεὶς ὑπὸ ἐχθροῦ, Εβδ. (Ἰησ. ΚΓ΄, 13, Α΄, Βασ. ΙΗ΄, 21), πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 7, Α΄, Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 7· - μεταφορ., [[πειρασμός]], [[πρόσκομμα]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 7, κ. Λουκ. ιζ΄, 1, κτλ.
}}
}}

Revision as of 11:11, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 889] τό, spätere Form für σκανδάληθρον, 1) bes. ein dem Feinde gelegter Fallstrick, vgl. Schol. Il. 2, 67. – 2) Anstoß, Aergerniß, Skandal, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

σκάνδᾰλον: τό, (ἴδε σκανδάληθρον), παγὶς ἢ βρόχος στηθεὶς ὑπὸ ἐχθροῦ, Εβδ. (Ἰησ. ΚΓ΄, 13, Α΄, Βασ. ΙΗ΄, 21), πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 7, Α΄, Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 7· - μεταφορ., πειρασμός, πρόσκομμα, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 7, κ. Λουκ. ιζ΄, 1, κτλ.