ἐλάαν: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(6_6)
 
(Bailly1_2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλάαν''': Ἐπ. ἀπαρ. τοῦ ἐνεστ. τοῦ [[ἐλάω]], [[ἐλαύνω]], Ὁμ.˙ ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος ἐν Ἰλ. Ρ. 496, πρβλ. καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 559.
|lstext='''ἐλάαν''': Ἐπ. ἀπαρ. τοῦ ἐνεστ. τοῦ [[ἐλάω]], [[ἐλαύνω]], Ὁμ.˙ ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος ἐν Ἰλ. Ρ. 496, πρβλ. καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 559.
}}
{{bailly
|btext=<i>inf. fut. épq. de</i> [[ἐλαύνω]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάαν: Ἐπ. ἀπαρ. τοῦ ἐνεστ. τοῦ ἐλάω, ἐλαύνω, Ὁμ.˙ ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος ἐν Ἰλ. Ρ. 496, πρβλ. καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 559.

French (Bailly abrégé)

inf. fut. épq. de ἐλαύνω.