3,274,313
edits
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπάρειμι''': (εἰμί, sum) εἶμαι [[ὡσαύτως]] ἢ συγχρόνως παρών, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Ἀνδοκ. 2. 42, Ξεν. Λακ. 2, 2., 12, 3, κτλ. 2) παρίσταμαι ὡς βοηθός, βοηθῶ, τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 6, 1· ἐπὶ συνηγόρου, Δημ. 749. 16. | |lstext='''συμπάρειμι''': (εἰμί, sum) εἶμαι [[ὡσαύτως]] ἢ συγχρόνως παρών, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Ἀνδοκ. 2. 42, Ξεν. Λακ. 2, 2., 12, 3, κτλ. 2) παρίσταμαι ὡς βοηθός, βοηθῶ, τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 6, 1· ἐπὶ συνηγόρου, Δημ. 749. 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span><b>1</b> être présent aussi <i>ou</i> en même temps;<br /><b>2</b> venir au secours de, assister, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πάρειμι]]¹.<br /><span class="bld">2</span><i>impf.</i> συμπαρῄειν, <i>f.</i> [[συμπάρειμι]], <i>etc.</i><br />s’avancer ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πάρειμι]]². | |||
}} | }} |