συμπάρειμι
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
A (εἰμί sum) to be present also or be present at the same time, Hp.VM17, And.1.12, X.Lac.2.2, 12.3, etc.; freq. in Pap., PSI5.509.8 (iii B.C.), etc.; of a desire, Sor.1.38; of planets, occupy a position together, Vett.Val.60.21.
2 stand by, come to help, τινι X.HG4.6.1; ἐν ἔργοις Phld.Piet.37; of an advocate, D.24.158; act as one's representative, PRyl.120.3 (ii A.D.), etc.
B (εἶμι ibo) march beside together, impf. συμπαρῄει, X.HG2.1.28, Aeschin.2.111.
German (Pape)
[Seite 985] (s. εἶμι), mit darauflosgehen, ξυμπαρῄει Xen. Hell. 2, 1, 28. (s. εἰμί), mit od. zugleich dasein, Xen. Hell. 7, 1, 5 Lac. 12, 3 u. öfter; auch = zu Hülfe kommen, Hell. 4, 6, 1; öfter bei Pol. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
11 être présent aussi ou en même temps;
2 venir au secours de, assister, τινι.
Étymologie: σύν, πάρειμι¹.
2impf. συμπαρῄειν, f. συμπάρειμι, etc.
s'avancer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, πάρειμι².
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμπάρειμι [σύν, 1. πάρειμι] mede aanwezig zijn. bijstaan, helpen, met dat.
συμπάρειμι [σύν, 2. πάρειμι] tegelijk langs (de kust) optrekken.
Russian (Dvoretsky)
συμπάρειμι: εἶμι продвигаться вместе, сопровождать, сопутствовать: ξυμπαρῄει καὶ Θώραξ τὸ πεζὸν ἔχων Xen. (Лисандру) сопутствовал Торак с пехотой; σ. ἐφ᾽ ἵππου Aeschin. сопровождать верхом.
εἰμί
1 присутствовать, быть в наличии: αὐτῶν τινες συμπαρόντες Xen. из которых кое-кто (был) налицо; οἱ συμπαρόντες ἡμῖν NT присутствующие здесь;
2 оказывать помощь, помогать (τινι Xen.);
3 (о судебном защитнике), вести защиту, защищать, (τινι Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
συμπάρειμι: (εἰμί, sum) εἶμαι ὡσαύτως ἢ συγχρόνως παρών, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Ἀνδοκ. 2. 42, Ξεν. Λακ. 2, 2., 12, 3, κτλ. 2) παρίσταμαι ὡς βοηθός, βοηθῶ, τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 6, 1· ἐπὶ συνηγόρου, Δημ. 749. 16.
English (Strong)
from σύν and πάρειμι; to be at hand together, i.e. now present: be here present with.
English (Thayer)
(T WH συνπαρειμι (cf. σύν, II. at the end)); to be present together: τίνι, with one, Hippocrates (430 B.C.>), Xenophon, Demosthenes, others.))
Greek Monolingual
(I)
Α
1. παρευρίσκομαι μαζί με άλλους («πάντες οἱ συμπαρόντες ἡμῖν ἄνδρες», ΚΔ)
2. (για καταστάσεις ή αισθήματα) εμφανίζομαι συγχρόνως
3. έρχομαι για να βοηθήσω («τῶν Ἀθηναίων ξυμπαρῆσάν τινες αὐτοῖς», Ξεν.)
4. αστρον. (για πλανήτη) κατέχω θέση μαζί με κάποιον άλλον
5. παρίσταμαι ως συνήγορος
6. ενεργώ ως αντιπρόσωπος κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πάρειμι (ΙΙ) «παρευρίσκομαι»].
(II)
Α
πορεύομαι συγχρόνως κοντά σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πάρειμι (Ι) «παρέρχομαι, περνώ από κοντά»].
Greek Monotonic
συμπάρειμι: (εἰμί, Λατ. sum),
1. παρίσταμαι, παρευρίσκομαι επίσης ή συγχρόνως, είμαι κι εγώ παρών, σε Ξεν. κ.λπ.
2. στέκομαι στο πλάι, σπεύδω να βοηθήσω, τινι, στον ίδ., σε Δημ.
• συμπάρειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), πορεύομαι στο πλάι επίσης ή μαζί με άλλους, προσέρχομαι, γʹ ενικ. παρατ. συμπαρῄει, σε Ξεν., Αισχίν.
Middle Liddell
1 εἰμί sum]
1. to be present also or at the same time, Xen., etc.
2. to stand by, to come to help, τινι Xen., Dem.
2 εἶμι ibo]
to go beside also or together, 3 sg. imperf. συμπαρῄει, Xen., Aeschin.
Chinese
原文音譯:sump£reimi 沁-爬而-誒來
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-旁-是 相當於: (שָׁם)
字義溯源:同在近處,同在這裏;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(πάρειμι)=靠近)組成,而 (πάρειμι)又由(παρά)*=旁,出於)與(εἰμί)*=是)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 同在這裏的(1) 徒25:24