Anonymous

συμπάρειμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπάρειμι''': (εἰμί, sum) εἶμαι [[ὡσαύτως]] ἢ συγχρόνως παρών, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Ἀνδοκ. 2. 42, Ξεν. Λακ. 2, 2., 12, 3, κτλ. 2) παρίσταμαι ὡς βοηθός, βοηθῶ, τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 6, 1· ἐπὶ συνηγόρου, Δημ. 749. 16.
|lstext='''συμπάρειμι''': (εἰμί, sum) εἶμαι [[ὡσαύτως]] ἢ συγχρόνως παρών, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Ἀνδοκ. 2. 42, Ξεν. Λακ. 2, 2., 12, 3, κτλ. 2) παρίσταμαι ὡς βοηθός, βοηθῶ, τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 6, 1· ἐπὶ συνηγόρου, Δημ. 749. 16.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><b>1</b> être présent aussi <i>ou</i> en même temps;<br /><b>2</b> venir au secours de, assister, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πάρειμι]]¹.<br /><span class="bld">2</span><i>impf.</i> συμπαρῄειν, <i>f.</i> [[συμπάρειμι]], <i>etc.</i><br />s’avancer ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πάρειμι]]².
}}
}}