τράφεν: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(6_4)
 
(Bailly1_5)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τράφεν''': Αἰολ. καὶ Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ παθ. τοῦ [[τρέφω]], μερόπων ἀνθρώπων..., οἳ [[πρόσθεν]] ἅμα [[τράφεν]] ἠδ’ ἐγένοντο Ἰλ. Α. 251. ΙΙ. Δωρ. ἀπαρ. τοῦ [[τρέφω]], Κρονίδᾳ δὲ [[τράφεν]] Χείρωνι δῶκαν Πινδ. Π. 4. 205.
|lstext='''τράφεν''': Αἰολ. καὶ Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ παθ. τοῦ [[τρέφω]], μερόπων ἀνθρώπων..., οἳ [[πρόσθεν]] ἅμα [[τράφεν]] ἠδ’ ἐγένοντο Ἰλ. Α. 251. ΙΙ. Δωρ. ἀπαρ. τοῦ [[τρέφω]], Κρονίδᾳ δὲ [[τράφεν]] Χείρωνι δῶκαν Πινδ. Π. 4. 205.
}}
{{bailly
|btext=<i>inf. prés. dor. de</i> [[τρέφω]];<br /><i>3ᵉ pl. ao.2 Pass. épq. de</i> [[τρέφω]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

τράφεν: Αἰολ. καὶ Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ παθ. τοῦ τρέφω, μερόπων ἀνθρώπων..., οἳ πρόσθεν ἅμα τράφεν ἠδ’ ἐγένοντο Ἰλ. Α. 251. ΙΙ. Δωρ. ἀπαρ. τοῦ τρέφω, Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χείρωνι δῶκαν Πινδ. Π. 4. 205.

French (Bailly abrégé)

inf. prés. dor. de τρέφω;
3ᵉ pl. ao.2 Pass. épq. de τρέφω.