κερδαλέη: Difference between revisions
From LSJ
πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κερδαλέη''': ἡ, συνηρ. κερδαλῆ, = ἀλωπεκῆ, δέρμα ἀλώπεκος, Γρηγ. Ναζ. Ι. 605A, ἴδε [[κερδαλέος]] III 2, πρβλ. Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 327. | |lstext='''κερδαλέη''': ἡ, συνηρ. κερδαλῆ, = ἀλωπεκῆ, δέρμα ἀλώπεκος, Γρηγ. Ναζ. Ι. 605A, ἴδε [[κερδαλέος]] III 2, πρβλ. Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 327. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έης (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[ἀλώπηξ]];<br />renard (<i>propr.</i> le rusé).<br />'''Étymologie:''' fém. de [[κερδαλέος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 1423] ἡ, zsgzgn κερδαλῆ, fem. zum Folgdn, – 1) der Verschlagene, der Fuchs, Archil. 60 u. Sp, wie Ael. H. A. 6, 64; s. Lob. zu Phryn. 78 u. vgl. κερδώ. – 2) sc. δορά, Fuchsbalg, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κερδαλέη: ἡ, συνηρ. κερδαλῆ, = ἀλωπεκῆ, δέρμα ἀλώπεκος, Γρηγ. Ναζ. Ι. 605A, ἴδε κερδαλέος III 2, πρβλ. Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 327.
French (Bailly abrégé)
έης (ἡ) :
s.e. ἀλώπηξ;
renard (propr. le rusé).
Étymologie: fém. de κερδαλέος.