ὅν: Difference between revisions

From LSJ

εὐηθείης ἠλιθίου ἀπηλλαγμένον → free from silly foolishness, many removes from folly

Source
(6_5)
 
(Bailly1_4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὅν''': δὲν δύναταί τις νὰ τραυματίσῃ, ἄτρωτοι παῖδες θεῶν Πινδ. Ι. 3. 31, Εὐρ. Φοίν. 594, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 12· μεταφ. ἄτρ. χρήμασιν Πλάτ. Συμπ. 219Ε.
|lstext='''ὅν''': δὲν δύναταί τις νὰ τραυματίσῃ, ἄτρωτοι παῖδες θεῶν Πινδ. Ι. 3. 31, Εὐρ. Φοίν. 594, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 12· μεταφ. ἄτρ. χρήμασιν Πλάτ. Συμπ. 219Ε.
}}
{{bailly
|btext=<i>acc. sg. m. de</i> [[ὅς]], ἥ, ὅ;<br /><i>nom.-acc. neutre ou acc. masc. de l’adj. possessif</i> [[ὅς]], <i>poét. p.</i> [[ἑός]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ὅν: δὲν δύναταί τις νὰ τραυματίσῃ, ἄτρωτοι παῖδες θεῶν Πινδ. Ι. 3. 31, Εὐρ. Φοίν. 594, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 12· μεταφ. ἄτρ. χρήμασιν Πλάτ. Συμπ. 219Ε.

French (Bailly abrégé)

acc. sg. m. de ὅς, ἥ, ὅ;
nom.-acc. neutre ou acc. masc. de l’adj. possessif ὅς, poét. p. ἑός.