περιτείχισμα: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιτείχισμα''': τό, [[τεῖχος]] πρὸς περιτείχισιν, πρὸς ἀποκλεισμόν, Θουκ. 3. 25., 5. 2, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3. 5.
|lstext='''περιτείχισμα''': τό, [[τεῖχος]] πρὸς περιτείχισιν, πρὸς ἀποκλεισμόν, Θουκ. 3. 25., 5. 2, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3. 5.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />enceinte de fortifications.<br />'''Étymologie:''' [[περιτειχίζω]].
}}
}}