Anonymous

περιτείχισμα: Difference between revisions

From LSJ
32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />enceinte de fortifications.<br />'''Étymologie:''' [[περιτειχίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />enceinte de fortifications.<br />'''Étymologie:''' [[περιτειχίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[περιτειχίζω]]<br /><b>1.</b> [[τείχος]] που περιβάλλει έναν [[τόπο]], [[οχύρωμα]]<br /><b>2.</b> [[χώρος]] που έχει αποκλειστεί από [[τείχος]], περιτειχισμένος [[χώρος]].
}}
}}