συμφιλονεικέω: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
(6_2) |
(Bailly1_5) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμφῐλονεικέω''': [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς τὴν φιλονεικίαν μετά τινος, [[λαμβάνω]] τὸ [[μέρος]] τινὸς ἐν τῇ φιλονεικίᾳ, τινι Ἀνδοκ. 31. 39, Πλάτ. Πρωτ. 336Ε, Στράβ. 381, κτλ. 2) ἀπολ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς συζήτησιν, Πλουτ. Ἄρατ. 3. | |lstext='''συμφῐλονεικέω''': [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς τὴν φιλονεικίαν μετά τινος, [[λαμβάνω]] τὸ [[μέρος]] τινὸς ἐν τῇ φιλονεικίᾳ, τινι Ἀνδοκ. 31. 39, Πλάτ. Πρωτ. 336Ε, Στράβ. 381, κτλ. 2) ἀπολ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς συζήτησιν, Πλουτ. Ἄρατ. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> se mêler à une querelle;<br /><b>2</b> prendre parti pour qqn, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φιλονεικέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 992] mit, zugleich wetteifern, τινί, zu Jemandes Gunsten; Plat. Prot. 336 e; Andoc. 4, 20.
Greek (Liddell-Scott)
συμφῐλονεικέω: λαμβάνω μέρος εἰς τὴν φιλονεικίαν μετά τινος, λαμβάνω τὸ μέρος τινὸς ἐν τῇ φιλονεικίᾳ, τινι Ἀνδοκ. 31. 39, Πλάτ. Πρωτ. 336Ε, Στράβ. 381, κτλ. 2) ἀπολ., λαμβάνω μέρος εἰς συζήτησιν, Πλουτ. Ἄρατ. 3.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 se mêler à une querelle;
2 prendre parti pour qqn, τινι.
Étymologie: σύν, φιλονεικέω.