3,277,226
edits
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐχόω''': ποιῶ τι τριχωτόν, τὸ [[κάμνω]] νὰ βγάλῃ τρίχας, [[ἀλωπεκίας]] τριχοῖ Διοσκ. 5. 168 - Παθ., τριχοῦσθαι τὸ [[γένειον]] Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 12, 11· ἀναμιγνύομαι μὲ τρίχας, [[πηλὸς]] τετριχωμένος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 7. | |lstext='''τρῐχόω''': ποιῶ τι τριχωτόν, τὸ [[κάμνω]] νὰ βγάλῃ τρίχας, [[ἀλωπεκίας]] τριχοῖ Διοσκ. 5. 168 - Παθ., τριχοῦσθαι τὸ [[γένειον]] Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 12, 11· ἀναμιγνύομαι μὲ τρίχας, [[πηλὸς]] τετριχωμένος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />rendre chevelu ; <i>Pass.</i> être chevelu <i>ou</i> barbu.<br />'''Étymologie:''' [[θρίξ]]. | |||
}} | }} |