Anonymous

τριχόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐχόω''': ποιῶ τι τριχωτόν, τὸ [[κάμνω]] νὰ βγάλῃ τρίχας, [[ἀλωπεκίας]] τριχοῖ Διοσκ. 5. 168 - Παθ., τριχοῦσθαι τὸ [[γένειον]] Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 12, 11· ἀναμιγνύομαι μὲ τρίχας, [[πηλὸς]] τετριχωμένος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 7.
|lstext='''τρῐχόω''': ποιῶ τι τριχωτόν, τὸ [[κάμνω]] νὰ βγάλῃ τρίχας, [[ἀλωπεκίας]] τριχοῖ Διοσκ. 5. 168 - Παθ., τριχοῦσθαι τὸ [[γένειον]] Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 12, 11· ἀναμιγνύομαι μὲ τρίχας, [[πηλὸς]] τετριχωμένος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 7.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />rendre chevelu ; <i>Pass.</i> être chevelu <i>ou</i> barbu.<br />'''Étymologie:''' [[θρίξ]].
}}
}}