τριχόω
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
A furnish or cover with hair, Dsc.5.149:—Pass., τριχοῦσθαι τὸ γένειον to get or have a beard, Arist.APo.96a10, cf. Gal.12.379, Adam.2.37; to be mixed with hairs, πηλὸς τετριχωμένος Thphr. CP1.6.7, Polyaen.6.3.
II unravel a thread, Heliod. ap. Orib.47.17.2 (Pass.).
III τριχῶσαι· θάψαι, Hsch. (perhaps cf. ταρχύω).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχόω: ποιῶ τι τριχωτόν, τὸ κάμνω νὰ βγάλῃ τρίχας, ἀλωπεκίας τριχοῖ Διοσκ. 5. 168 - Παθ., τριχοῦσθαι τὸ γένειον Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 12, 11· ἀναμιγνύομαι μὲ τρίχας, πηλὸς τετριχωμένος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 7.
French (Bailly abrégé)
τριχῶ :
rendre chevelu ; Pass. être chevelu ou barbu.
Étymologie: θρίξ.
German (Pape)
haarig machen, mit Haaren bedecken, Diosc. und andere Spätere; pass., τριχοῦσθαι τὸ γένειον, Arist. an. post. 2.12.