μελισσότευκτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελισσότευκτος''': -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τῶν μελισσῶν, [[κηρία]] Πινδ. Ἀποσπ. 266. | |lstext='''μελισσότευκτος''': -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τῶν μελισσῶν, [[κηρία]] Πινδ. Ἀποσπ. 266. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 17 August 2017
English (LSJ)
ον,
A made by bees, κηρία Pi.Fr.152.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσότευκτος: -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τῶν μελισσῶν, κηρία Πινδ. Ἀποσπ. 266.