ἀμευσιεπής: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(6_7)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμευσιεπής''': -ές, [[φροντίς]]: «διαλλάσσουσα καὶ ἀμειβομένη τοῖς λόγοις», Ἡσύχ. ― «ἀμευσιεπῆ φροντίδα φησὶ τὴν [[ταχέως]] εὑρετικὴν διάνοιαν», Πίνδ. παρ’ Εὐστ. Πονηματ. 56. 86.
|lstext='''ἀμευσιεπής''': -ές, [[φροντίς]]: «διαλλάσσουσα καὶ ἀμειβομένη τοῖς λόγοις», Ἡσύχ. ― «ἀμευσιεπῆ φροντίδα φησὶ τὴν [[ταχέως]] εὑρετικὴν διάνοιαν», Πίνδ. παρ’ Εὐστ. Πονηματ. 56. 86.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰμευσιεπής</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[surpassing]] words, faster [[than]] words ἀμευσιεπῆ φροντίδα ([[ταχέως]] εὑρετικὴν διάνοιαν, Eustath.) fr. 24.
}}
}}

Revision as of 13:55, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμευσιεπής Medium diacritics: ἀμευσιεπής Low diacritics: αμευσιεπής Capitals: ΑΜΕΥΣΙΕΠΗΣ
Transliteration A: ameusiepḗs Transliteration B: ameusiepēs Transliteration C: amefsiepis Beta Code: a)meusieph/s

English (LSJ)

ές,

   A surpassing words, φροντίς Pi.Fr.24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμευσιεπής: -ές, φροντίς: «διαλλάσσουσα καὶ ἀμειβομένη τοῖς λόγοις», Ἡσύχ. ― «ἀμευσιεπῆ φροντίδα φησὶ τὴν ταχέως εὑρετικὴν διάνοιαν», Πίνδ. παρ’ Εὐστ. Πονηματ. 56. 86.

English (Slater)

ᾰμευσιεπής
   1 surpassing words, faster than words ἀμευσιεπῆ φροντίδα (ταχέως εὑρετικὴν διάνοιαν, Eustath.) fr. 24.