Διρκαῖος: Difference between revisions

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source
(21)
(21)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de Dirkè.<br />'''Étymologie:''' [[Δίρκη]].
|btext=α, ον :<br />de Dirkè.<br />'''Étymologie:''' [[Δίρκη]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>Διρκαῑος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of Dirke κωφὸς [[ἀνήρ]] [[τις]], ὃς Ἡρακλεῖ [[στόμα]] μὴ περιβάλλει, [[μηδὲ]] Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμνανται, τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα (P. 9.88)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>Διρκαῑος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of Dirke κωφὸς [[ἀνήρ]] [[τις]], ὃς Ἡρακλεῖ [[στόμα]] μὴ περιβάλλει, [[μηδὲ]] Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμνανται, τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα (P. 9.88)
|sltr=<b>Διρκαῑος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of Dirke κωφὸς [[ἀνήρ]] [[τις]], ὃς Ἡρακλεῖ [[στόμα]] μὴ περιβάλλει, [[μηδὲ]] Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμνανται, τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα (P. 9.88)
}}
}}

Revision as of 13:58, 17 August 2017

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Dirkè.
Étymologie: Δίρκη.

English (Slater)

Διρκαῑος
   1 of Dirke κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμνανται, τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα (P. 9.88)

English (Slater)

Διρκαῑος
   1 of Dirke κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμνανται, τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα (P. 9.88)