ἑκόντως: Difference between revisions

From LSJ
(6_6)
 
(big3_14test)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑκόντως''': ἑκουσίως, Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 522.
|lstext='''ἑκόντως''': ἑκουσίως, Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 522.
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. [[voluntariamente]] τὰ τῶν [[ἑκόντως]] ἀποθνησκόντων χρήματα D.C.58.16.3.
}}
}}

Latest revision as of 11:37, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἑκόντως: ἑκουσίως, Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 522.

Spanish (DGE)

adv. voluntariamente τὰ τῶν ἑκόντως ἀποθνησκόντων χρήματα D.C.58.16.3.