ἀβέρβηλος: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
(6_16)
 
(big3_1)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβέρβηλος''': -ον, [[ἀκατάστατος]]· «ἀβέρβηλον, πολὺ ἐπαχθές, μέγα, [[βαρύ]], ἀχάριστον, μάταιον». Ἡσύχ.
|lstext='''ἀβέρβηλος''': -ον, [[ἀκατάστατος]]· «ἀβέρβηλον, πολὺ ἐπαχθές, μέγα, [[βαρύ]], ἀχάριστον, μάταιον». Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀβύρβηλος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:42, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀβέρβηλος: -ον, ἀκατάστατος· «ἀβέρβηλον, πολὺ ἐπαχθές, μέγα, βαρύ, ἀχάριστον, μάταιον». Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

v. ἀβύρβηλος.