ἀκαταμάθητος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(big3_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκαταμάθητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μάθῃ ἢ γνωρίσῃ ἢ ἐννοήσῃ, Ἱππ. περὶ Ὀξ. 384. | |lstext='''ἀκαταμάθητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μάθῃ ἢ γνωρίσῃ ἢ ἐννοήσῃ, Ἱππ. περὶ Ὀξ. 384. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[desconocido]] ὁπόσα ἀκαταμάθητά ἐστιν τοῖς ἰητροῖς Hp.<i>Acut</i>.7, cf. 51, Plot.3.9.9. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:54, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not learnt or known, Hp.Acut. 7,51, Plot.3.9.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταμάθητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μάθῃ ἢ γνωρίσῃ ἢ ἐννοήσῃ, Ἱππ. περὶ Ὀξ. 384.
Spanish (DGE)
-ον
desconocido ὁπόσα ἀκαταμάθητά ἐστιν τοῖς ἰητροῖς Hp.Acut.7, cf. 51, Plot.3.9.9.