ἀμέθυσον: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(6_21) |
(big3_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμέθυσον''': τό, = [[ἀμέθυστος]] ΙΙ. 1, Διοσκ. 1. 176. ΙΙ. = [[ἀμέθυστος]], ΙΙ. 2, Θεοφρ. Λιθ. 30 καὶ 31. | |lstext='''ἀμέθυσον''': τό, = [[ἀμέθυστος]] ΙΙ. 1, Διοσκ. 1. 176. ΙΙ. = [[ἀμέθυστος]], ΙΙ. 2, Θεοφρ. Λιθ. 30 καὶ 31. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό<br />[[amatista]] καὶ ἡ κρύσταλλος καὶ τὸ ἀ., [[ἄμφω]] δὲ διαφανῆ Thphr.<i>Lap</i>.30, τὸ δ' ἀ. οἰνωπὸν τῇ χρόᾳ Thphr.<i>Lap</i>.31, cf. I.<i>AI</i> 3.168, Hld.5.13.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:54, 21 August 2017
English (LSJ)
τό,
A = ἀμέθυστος11.1, Dsc.1.123 (s. v.l.). II = ἀμέθυστος 11.2, Thphr.Lap.30, Hld.5.13; ἀμέθυσος, ἡ, v.l. in J.AJ3.7.5; cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέθυσον: τό, = ἀμέθυστος ΙΙ. 1, Διοσκ. 1. 176. ΙΙ. = ἀμέθυστος, ΙΙ. 2, Θεοφρ. Λιθ. 30 καὶ 31.
Spanish (DGE)
-ου, τό
amatista καὶ ἡ κρύσταλλος καὶ τὸ ἀ., ἄμφω δὲ διαφανῆ Thphr.Lap.30, τὸ δ' ἀ. οἰνωπὸν τῇ χρόᾳ Thphr.Lap.31, cf. I.AI 3.168, Hld.5.13.3.