ἀμέθυσον: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(6_21)
(big3_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμέθυσον''': τό, = [[ἀμέθυστος]] ΙΙ. 1, Διοσκ. 1. 176. ΙΙ. = [[ἀμέθυστος]], ΙΙ. 2, Θεοφρ. Λιθ. 30 καὶ 31.
|lstext='''ἀμέθυσον''': τό, = [[ἀμέθυστος]] ΙΙ. 1, Διοσκ. 1. 176. ΙΙ. = [[ἀμέθυστος]], ΙΙ. 2, Θεοφρ. Λιθ. 30 καὶ 31.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br />[[amatista]] καὶ ἡ κρύσταλλος καὶ τὸ ἀ., [[ἄμφω]] δὲ διαφανῆ Thphr.<i>Lap</i>.30, τὸ δ' ἀ. οἰνωπὸν τῇ χρόᾳ Thphr.<i>Lap</i>.31, cf. I.<i>AI</i> 3.168, Hld.5.13.3.
}}
}}

Revision as of 11:54, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέθῠσον Medium diacritics: ἀμέθυσον Low diacritics: αμέθυσον Capitals: ΑΜΕΘΥΣΟΝ
Transliteration A: améthyson Transliteration B: amethyson Transliteration C: amethyson Beta Code: a)me/quson

English (LSJ)

τό,

   A = ἀμέθυστος11.1, Dsc.1.123 (s. v.l.).    II = ἀμέθυστος 11.2, Thphr.Lap.30, Hld.5.13; ἀμέθυσος, ἡ, v.l. in J.AJ3.7.5; cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέθυσον: τό, = ἀμέθυστος ΙΙ. 1, Διοσκ. 1. 176. ΙΙ. = ἀμέθυστος, ΙΙ. 2, Θεοφρ. Λιθ. 30 καὶ 31.

Spanish (DGE)

-ου, τό
amatista καὶ ἡ κρύσταλλος καὶ τὸ ἀ., ἄμφω δὲ διαφανῆ Thphr.Lap.30, τὸ δ' ἀ. οἰνωπὸν τῇ χρόᾳ Thphr.Lap.31, cf. I.AI 3.168, Hld.5.13.3.