διεκθρῴσκω: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
(6_5) |
(big3_11) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διεκθρῴσκω''': ἀπαρ. ἀορ. -θορέειν, πηδῶ διὰ μέσου, διεκπηδῶ, Ὀππ. Ἁλ. 4. 674. | |lstext='''διεκθρῴσκω''': ἀπαρ. ἀορ. -θορέειν, πηδῶ διὰ μέσου, διεκπηδῶ, Ὀππ. Ἁλ. 4. 674. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[precipitarse hacia afuera]], [[escapar]] διεκθορέειν μεμαῶτες Opp.<i>H</i>.4.674, c. gen. [[ἄφνω]] δέ που διεκθρῴσκουσα τοῦ σκότους Clem.Al.<i>Prot</i>.2.25.3, cf. Meth.<i>Symp</i>.6.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 21 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
διεκθρῴσκω: ἀπαρ. ἀορ. -θορέειν, πηδῶ διὰ μέσου, διεκπηδῶ, Ὀππ. Ἁλ. 4. 674.
Spanish (DGE)
precipitarse hacia afuera, escapar διεκθορέειν μεμαῶτες Opp.H.4.674, c. gen. ἄφνω δέ που διεκθρῴσκουσα τοῦ σκότους Clem.Al.Prot.2.25.3, cf. Meth.Symp.6.3.