δικαρπέω: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6_3) |
(big3_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῐκαρπέω''': [[φέρω]] δὶς τοῦ ἔτους καρπούς, [[παράγω]] διπλῆν συγκομιδήν, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1.13,9· πρβλ. [[διφορέω]]. | |lstext='''δῐκαρπέω''': [[φέρω]] δὶς τοῦ ἔτους καρπούς, [[παράγω]] διπλῆν συγκομιδήν, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1.13,9· πρβλ. [[διφορέω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=agr. [[dar fruto dos veces al año]] τὰ δοκοῦντα δ. μηλεῶν τέ τινα [[γένη]] καὶ ἀπίων Thphr.<i>CP</i> 1.13.9, cf. <i>ib</i>., Sch.Arat.1068M. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 21 August 2017
English (LSJ)
A bear two crops, Thphr.CP1.13.9.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαρπέω: φέρω δὶς τοῦ ἔτους καρπούς, παράγω διπλῆν συγκομιδήν, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1.13,9· πρβλ. διφορέω.
Spanish (DGE)
agr. dar fruto dos veces al año τὰ δοκοῦντα δ. μηλεῶν τέ τινα γένη καὶ ἀπίων Thphr.CP 1.13.9, cf. ib., Sch.Arat.1068M.