ἀνθρακίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_3)
(big3_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρᾰκίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ [[ἀνθρακίτης]], [[ὄνομα]] πολυτίμου λίθου, Πλίν. 36. 38. ΙΙ. θηλ. -ῖτις, ιδος, [[εἶδος]] ἄνθρακος (πρὸς καῦσιν) ὁ αὐτ. 37. 27.
|lstext='''ἀνθρᾰκίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ [[ἀνθρακίτης]], [[ὄνομα]] πολυτίμου λίθου, Πλίν. 36. 38. ΙΙ. θηλ. -ῖτις, ιδος, [[εἶδος]] ἄνθρακος (πρὸς καῦσιν) ὁ αὐτ. 37. 27.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[mineral compuesto de magnetita y limonita]] Plin.<i>HN</i> 36.148.
}}
}}

Revision as of 12:13, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰκίτης Medium diacritics: ἀνθρακίτης Low diacritics: ανθρακίτης Capitals: ΑΝΘΡΑΚΙΤΗΣ
Transliteration A: anthrakítēs Transliteration B: anthrakitēs Transliteration C: anthrakitis Beta Code: a)nqraki/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, name of a

   A gem, Plin.HN36.148.    II fem. ἀνθρᾰκ-ῖτις, ιδος, a kind of coal, ib.37.99.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρᾰκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀνθρακίτης, ὄνομα πολυτίμου λίθου, Πλίν. 36. 38. ΙΙ. θηλ. -ῖτις, ιδος, εἶδος ἄνθρακος (πρὸς καῦσιν) ὁ αὐτ. 37. 27.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ mineral compuesto de magnetita y limonita Plin.HN 36.148.