ἀνωρεπής: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
(6_8)
 
(big3_5)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνωρεπής''': ές· ὁ πρὸς τὰ ἄνω ῥέπων, Βυζ.
|lstext='''ἀνωρεπής''': ές· ὁ πρὸς τὰ ἄνω ῥέπων, Βυζ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[animoso]] τὸν ... τῇ ἀπογνώσει ἁλισκόμενον ἀνωρεπῆ βιάζεσθαι ποιεῖν Ath.Al.M.28.1520D.
}}
}}

Latest revision as of 12:14, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀνωρεπής: ές· ὁ πρὸς τὰ ἄνω ῥέπων, Βυζ.

Spanish (DGE)

-ές
animoso τὸν ... τῇ ἀπογνώσει ἁλισκόμενον ἀνωρεπῆ βιάζεσθαι ποιεῖν Ath.Al.M.28.1520D.