γλύμμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
(6_21)
(big3_10)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλύμμα''': τό, ([[γλύφω]]) εἰκὼν γεγλυμμένη, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 113, Συλλ. Ἐπιγρ. 7298.
|lstext='''γλύμμα''': τό, ([[γλύφω]]) εἰκὼν γεγλυμμένη, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 113, Συλλ. Ἐπιγρ. 7298.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[impronta]], [[figura grabada]] sobre diversos objetos, esp. gemas y piedras preciosas engarzadas en anillos o sellos, Eup.441, <i>AP</i> 9.752 (Antip.Thess.), <i>AP</i> 11.38 (Polem.) (= <i>CIG</i> 7298), [[δακτύλιον]] λίθου καὶ γλύμματος πολυτελοῦς Str.14.1.16, γ. σφραγῖδος LXX <i>Ex</i>.28.11, [[γλύμμα]] αὐτῆς (Ἀφροδίτης) ἔνοπλον D.C.43.43.3, empleado para legitimar testamentos los testigos ἐσφράγεισα σφραγεῖδι ἐχούσῃ γ. ἴβιος <i>PKöln</i> 100.37, cf. 40 (II d.C.), <i>SB</i> 9642.5.28 (II d.C.), <i>PStras</i>.546.9 (II d.C.), ἐγνώρισα τὴν ἰδίαν μου σφραγῖδα οὖσαν γλύμματος Σαράπιδος <i>POxy</i>.494.34 (II d.C.), para sellar contratos συνεθέμην καθὼς πρόκειται καὶ ἐσφράγισα γλύμματι <i>BGU</i> 86.45 (II d.C.), en una carta ἐσφράγισα δὲ τὴν ἐπιστολὴν γλύμματι Ἁρποχράτους <i>PPetaus</i> 27.34 (II d.C.), en una receta γλύμματι τούτῳ ἐσφραγίζετο (λεοντάριον) Gal.12.773, para sellar jarras κεράμια ἐσφραγισμένα ... σφραγῖδα ἔχουσα γλύμματι Σαχύψεως <i>SB</i> 8002.7 (III d.C.), sobre monedas χρυσοῦς γ. [[ἑαυτοῦ]] φέροντας D.C.79.4.7.
}}
}}

Revision as of 12:22, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλύμμα Medium diacritics: γλύμμα Low diacritics: γλύμμα Capitals: ΓΛΥΜΜΑ
Transliteration A: glýmma Transliteration B: glymma Transliteration C: glymma Beta Code: glu/mma

English (LSJ)

ατος, τό, (γλύφω)

   A engraved figure, signet, Eup.406, Str. 14.1.16, BGU86.45 (ii A. D.); inscription, AP11.38 (Polemo Rex), Gal.12.773.

Greek (Liddell-Scott)

γλύμμα: τό, (γλύφω) εἰκὼν γεγλυμμένη, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 113, Συλλ. Ἐπιγρ. 7298.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
impronta, figura grabada sobre diversos objetos, esp. gemas y piedras preciosas engarzadas en anillos o sellos, Eup.441, AP 9.752 (Antip.Thess.), AP 11.38 (Polem.) (= CIG 7298), δακτύλιον λίθου καὶ γλύμματος πολυτελοῦς Str.14.1.16, γ. σφραγῖδος LXX Ex.28.11, γλύμμα αὐτῆς (Ἀφροδίτης) ἔνοπλον D.C.43.43.3, empleado para legitimar testamentos los testigos ἐσφράγεισα σφραγεῖδι ἐχούσῃ γ. ἴβιος PKöln 100.37, cf. 40 (II d.C.), SB 9642.5.28 (II d.C.), PStras.546.9 (II d.C.), ἐγνώρισα τὴν ἰδίαν μου σφραγῖδα οὖσαν γλύμματος Σαράπιδος POxy.494.34 (II d.C.), para sellar contratos συνεθέμην καθὼς πρόκειται καὶ ἐσφράγισα γλύμματι BGU 86.45 (II d.C.), en una carta ἐσφράγισα δὲ τὴν ἐπιστολὴν γλύμματι Ἁρποχράτους PPetaus 27.34 (II d.C.), en una receta γλύμματι τούτῳ ἐσφραγίζετο (λεοντάριον) Gal.12.773, para sellar jarras κεράμια ἐσφραγισμένα ... σφραγῖδα ἔχουσα γλύμματι Σαχύψεως SB 8002.7 (III d.C.), sobre monedas χρυσοῦς γ. ἑαυτοῦ φέροντας D.C.79.4.7.