γρυκτός: Difference between revisions
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
(6_11) |
(big3_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γρυκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[γρύζω]], ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν; θὰ τολμήσετε νὰ εἴπητε γρῦ; Ἀριστοφ. Λυσ. 656. | |lstext='''γρυκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[γρύζω]], ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν; θὰ τολμήσετε νὰ εἴπητε γρῦ; Ἀριστοφ. Λυσ. 656. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que se debe gruñir]], [[ἆρα]] γρυκτόν ἐστι ὑμῖν; ¿vais acaso a gruñir?</i> Ar.<i>Lys</i>.656. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (γρύζω) ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν
A ; will ye dare to grumble? Ar.Lys.656.
Greek (Liddell-Scott)
γρυκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ γρύζω, ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν; θὰ τολμήσετε νὰ εἴπητε γρῦ; Ἀριστοφ. Λυσ. 656.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que se debe gruñir, ἆρα γρυκτόν ἐστι ὑμῖν; ¿vais acaso a gruñir? Ar.Lys.656.