διαζωτικός: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(6_10) |
(big3_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαζωτικός''': -ή, -όν, διατηρητικὸς τῆς ζωῆς, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Παρμ. σ. 576 (Stallb.) | |lstext='''διαζωτικός''': -ή, -όν, διατηρητικὸς τῆς ζωῆς, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Παρμ. σ. 576 (Stallb.) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν [[vital]] ἰδίωμα Procl.<i>in Prm</i>.746. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A vital, ἰδίωμα Procl.in Prm.p.576S.
Greek (Liddell-Scott)
διαζωτικός: -ή, -όν, διατηρητικὸς τῆς ζωῆς, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Παρμ. σ. 576 (Stallb.)
Spanish (DGE)
-ή, -όν vital ἰδίωμα Procl.in Prm.746.